- ἐκτεινόμενος
- ἐκτείνωstretch outpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλείνω — (AM κλείω, Μ και κλείνω, Α ιων. τ. κληΐω, παλ. αττ. τ. κλῄω, δωρ. τ. κλάῳ και κλᾴζω) 1. (μτβ. και αμτβ.) δημιουργώ φραγμό για να εμποδίσω την είσοδο ή την έξοδο, κάνω κάτι να παύσει να είναι ανοιχτό, κλείνω, κλειδώνω, σφαλώ (α. «κλείνω το… … Dictionary of Greek
ρυΐσκομαι — Α (απόθ.) 1. υποφέρω από διάρροια 2. παρουσιάζω τριχόπτωση 3. πιθ. ρέω, χύνομαι 4. (η μτχ. αρσ. ενεστ. ως, ουσ.) ὁ ῥυϊσκόμενος ο εκτεινόμενος ή ο ρευστός. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ῥυΐσκομαι έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα ῥυF τού ῥέω* (πρβλ.… … Dictionary of Greek